- πτώσεως
- πτώ̱σεω̆ς , πτῶσιςfallingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
паданиѥ — ПАДАНИ|Ѥ (10), ˫А с. 1. Грехопадение, грех: г҃ь да простить вс˫а и не ѥдиномѹ же въмѣнить грѣха падании. тако ѹбо имѣ˫а бл(ж)ныи. (παραπτώματα) ЖФСт к. XII, 167 об.; и падани˫а въ зълобѹ ѿпадающиихъ. (τὰ πτώματα) КЕ XII, 237б; аще бо толици мѹжи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Библиография — Содержание статьи: Понятие библиографии. I. Библиография всеобщая. II. Обозрение би6лиографии по государствам и национальностям. Франция. Италия. Испания и Португалия. Германия. Австро Венгрия. Швейцария. Бельгия и Голландия. Англия. Дания,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
низъпасти — НИЗЪПА|СТИ (9*), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1. Упасть, свалиться: ключи же сѧ ѥмѹ низъпасти с колеснiца (πεσεῖν) ГА ХIII–XIV, 130б; и низъпадъ симонъ съкрушисѧ на •д҃• части. Пр 1383, 98а; || перен.: по сихъ же ц(с)рь Дарии во˫а собравъ различныхъ странъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
падениѥ — ПАДЕНИ|Ѥ (164), ˫А с. 1. Действие по гл. пасти1 в 1 знач.: и въ злоѥ падениѥ падесѧ, и всѧ телесна˫а ѹдеса ѥго раслабиша(с), и недѹгъ толма провлече (πτώματι) ГА XIV1, 130б; не посмѣисѧ паде(н)ю ближнѧго. (πτῶμα) ГБ к. XIV, 80г; Не посмѣхаисѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… … Dictionary of Greek
-θι — (Α) 1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.) 2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek
Αθήνησι(ν) — Ἀθήνησι(ν) και Ἀθήνῃσι(ν) επίρρ. (Α) εν Αθήναις, στην Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀθήν ησι, τοπική πτώση τού κυρίου ονόματος Ἀθῆναι. Ο τ. Ἀθήνησι ανήκει σ’ έναν περιορισμένο αριθμό τύπων, που αποτελούν υπολείμματα τής ινδοευρωπαϊκής τοπικής πτώσεως (πρβλ.… … Dictionary of Greek
άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… … Dictionary of Greek
αιτιατικοφανής — ές αυτός που έχει μορφή αιτιατικής πτώσεως, αιτιατικοφανής γενική (τόν είπε, μέ παράγγειλε), αιτιατικοφανές επίρρημα (δωρεάν, χάριν). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτιατική + φανής < ἐφάνην < φαίνω*] … Dictionary of Greek
αιτιατός — ή, ό (Α αἰτιατός, ή, όν) [αἰτιῶμαι] αυτός που προκύπτει από κάποια αιτία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αιτιατόν το αποτέλεσμα αιτίας, σε αντίθεση προς το αἴτιον* μσν. υπαίτιος, ένοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἰτιατός παράγεται είτε απευθείας από το ο. αἰτιῶμαι ως … Dictionary of Greek